- μυριόκαρπος
- μῡρῐό-καρπος, ον,A with countless fruit,
φυλλάς S.OC676
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυλλάς S.OC676
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυριόκαρπος — μυριόκαρπος, ον (Α) αυτός που παράγει αναρίθμητους καρπούς («τὰν ἄβατον θεοῡ φυλλάδα μυριόκαρπον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + καρπός] … Dictionary of Greek
μυριόκαρπον — μῡριόκαρπον , μυριόκαρπος with countless fruit masc/fem acc sg μῡριόκαρπον , μυριόκαρπος with countless fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek
φυλλάς — άδος, ἡ, Α 1. το φύλλωμα, η φυλλωσιά («ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ ἐς δόμους», Αισχύλ.) 2. κλαδί με φύλλα («δεσμὸν δ ἄδεσμον τόνδ ἔχουσα», Ευρ.) 3. σωρός, στρώμα από φύλλα («στιπτή τε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ», Σοφ.) 4. έδεσμα από χλωρά λαχανικά … Dictionary of Greek
ԲԻՒՐԱԲԵՂՈՒՆ — ( ) NBH 1 490 Chronological Sequence: 10c ա. Բարրի յոյժ, բազմառատ. μυριόκαρπος valde fertilis, copiosus *Պատուասիրեն բիւրաբեղուն բանիւք գովեստից. Նար. կուս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μυριόκαρπα — μῡριόκαρπα , μυριόκαρπος with countless fruit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)